- ἀποστρεπτικός
- ἀπο-στρεπτικός, ή, όν,A repellent, Gal.4.819.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀποστρεπτικοῦ — ἀποστρεπτικός repellent masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποστρεπτικῷ — ἀποστρεπτικός repellent masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)